Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέτις — ( ιδος), η (Α) 1. ο πυρσός 2. κεφάλι σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δετή*] … Dictionary of Greek
δέτιδα — δέτις torch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)